-
1 успевать
успевать, успеть προλαβαίνω, προφτάνω, προφταίνω; успеть на поезд προλαβαίνω το τρένο* * *= успетьπρολαβαίνω, προφτάνω, προφταίνωуспе́ть на по́езд — προλαβαίνω το τρένο
-
2 успеть
успею, успеешьρ.σ.1. προκάνω,προλαβαίνω, προφταίνω•успеть к поезду προλαβαίνω το τρένο•
успеть на заседание προκάνω στη συνε δρίαση,
2. παλ. πετυχαίνω• κατορθώνω• προοδεύω.
См. также в других словарях:
προλαβαίνω — πρόλαβα, προφταίνω, προκάνω, φτάνω ή ενεργώ έγκαιρα, πριν συμβεί κάτι: Δεν προλάβαμε το τρένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)